teleprinter | |
gen. | τηλετυπική συσκευή 2. τηλεκτυπωτής ή τηλεκτυπώτρια |
commun. | τηλέτυπο |
command | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
| |||
τηλετυπική συσκευή 2. τηλεκτυπωτής ή τηλεκτυπώτρια | |||
τηλέτυπο n | |||
τέλεξ; τερματικό τηλε-εκτύπωσης; τηλε-εκτυπωτής f; τηλεκτυπωτής m | |||
English thesaurus | |||
| |||
tpr |
teleprinter : 17 phrases in 4 subjects |
Communications | 13 |
Electronics | 1 |
Information technology | 2 |
Labor law | 1 |