telephone abbr. | |
gen. | τηλεφωνώ |
econ. | τηλέφωνο |
binary coded decimal number abbr. | |
IT life.sc. | δυαδικός κωδικοποιημένος δεκαδικός αριθμός |
| |||
τηλεφωνώ | |||
| |||
τηλέφωνο | |||
τηλεφωνική εγκατάσταση; τηλεφωνική συσκευή; τηλεφωνική σύνδεση; τηλεφωνικό κέντρο | |||
English thesaurus | |||
| |||
tele |
telephone : 458 phrases in 22 subjects |