technical | |
gen. | τεχνική; τεχνικό; τεχνικός |
rotation | |
gen. | εναλλαγή καλλιεργειών; αμειψισπορά; διαδοχή καλλιεργειών |
agric. construct. | εναλλασσόμενη διανομή νερού; κυκλική διανομή του αρδευτικού νερού |
commun. transp. | ρύγχος επάνω; θέση κεφαλής αεροσκάφους πάνω από τον ορίζοντα |
comp., MS | περιστροφή |
| |||
τεχνική; τεχνικό; τεχνικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
tec; tech | |||
tech. |
technical : 800 phrase in 55 subjects |