target | |
gen. | στοχεύω |
targeted | |
ed. | με προσδιορισμένο στόχο ; στοχοθετημένο |
workshop | |
gen. | εργαστήριο; τυπογραφείο; σεμινάρια υπό μορφήν "εργαστηρίων" |
ed. | σεμινάριο |
in | |
gen. | μέσα; σε |
interdisciplinary | |
ed. | διεπιστημονικός, -ή ; διατμηματικός, -ή |
Topics | |
comp., MS | Θέματα |
| |||
στόχευση (The process of delivering specific content to specific users) | |||
| |||
στοχεύω | |||
| |||
με προσδιορισμένο στόχο ; στοχοθετημένο |
targeted : 52 phrases in 18 subjects |