systematic | |
gen. | συστηματική; συστηματικό |
sampling | |
econ. account. | δειγματoληψία; ελεγκτική δειγματοληψία |
environ. | δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
συστηματική f; συστηματικό | |||
συστηματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
syst |
systematic : 70 phrases in 17 subjects |