systematic | |
gen. | συστηματική; συστηματικό |
sample | |
gen. | δειγματολογώ |
comp., MS | δείγμα |
med. | δείγμα; παρασκεύασμα; δειγματοληπτώ δειγματολήπτησα; παίρνω δείγμα πήρα; παρμένος |
stat. agric. | δειγματοληπτώ,λαμβάνω δείγματα |
sampling | |
econ. account. | ελεγκτική δειγματοληψία |
med. | δειγματοληψία |
| |||
συστηματική f; συστηματικό | |||
συστηματικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
syst |
systematic : 70 phrases in 17 subjects |