synthetic | |
fin. | σύνθεση χαρτοφυλακίου; συνθετικός |
preparation | |
agric. | παρασκευή |
chem. | μείγμα |
coal. chem. el. | κατεργασία; εμπλουτισμός; επεξεργασία |
med. | προετοιμασία; παρασκεύασμα; ανατομικό παρασκεύασμα |
met. | προκατεργασία |
preparations | |
health. | παρασκευάσματα |
method | |
environ. | μέθοδος |
med. | μέθοδος |
| |||
σύνθεση χαρτοφυλακίου; συνθετικός | |||
συνθηλικός m; συνδετικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
syn. |
synthetic : 195 phrases in 30 subjects |