switching network | |
commun. | δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής |
complex | |
gen. | πολύπλοκη |
chem. | σύμπλοκο |
med. | πολυσύνθετος; πολύπλοκος; σύμπλεγμα; σύνθετο; συγκρότημα |
complexing | |
agric. | συμπλοκή; σχηματισμός συμπλόκων |
chem. | συμπλοκοποίηση |
| |||
δίκτυο μεταγωγής; συστοιχία μεταγωγής | |||
English thesaurus | |||
| |||
SN |
switching network : 46 phrases in 3 subjects |
Communications | 19 |
Electronics | 18 |
Information technology | 9 |