survival | |
environ. | επιβίωση |
med. | επιβίωση; διατήρηση |
-function | |
IT | λειτουργία |
function | |
gen. | λειτουργώ |
comp., MS | λειτουργία; συνάρτηση |
IT | συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
med. | λειτουργία; λειτουργώ λειτούργησα; έργο |
| |||
επιβίωση; διατήρηση | |||
| |||
λειτουργούντα; μη αστοχήσαντα | |||
| |||
επιβίωση | |||
English thesaurus | |||
| |||
srvl |
survival : 79 phrases in 18 subjects |