surface | |
comp., MS | επιφάνεια |
earth.sc. | πραγματική επιφάνεια |
med. | επιφάνεια |
surfacing | |
agric. construct. | λείανση επιφάνειας |
construct. | επιφανειακή στρώση |
industr. construct. | επικάλυψη τελικής επιφάνειας |
mech.eng. | πλανάρισμα; πρόωση διαμόρφωσης επιφανείας |
loading | |
gen. | πλήρωση |
coal. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
commun. | φόρτιση |
industr. construct. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
industr. construct. met. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
met. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
stat. | φόρτωση |
| |||
λείανση επιφάνειας | |||
επιφανειακή στρώση | |||
επικάλυψη τελικής επιφάνειας | |||
πλανάρισμα; πρόωση διαμόρφωσης επιφανείας | |||
επίπεδη τόρνευση | |||
| |||
επιφάνεια (A shape representing a continuous area in a coordinate system) | |||
πραγματική επιφάνεια | |||
επιφάνεια | |||
English thesaurus | |||
| |||
s | |||
sfce | |||
sfc.sfce | |||
subsurface surveillance coordinator | |||
sfe |
surface : 1378 phrases in 45 subjects |