sink | |
comp., MS | αποδέκτης |
earth.sc. mech.eng. | φυσική καταβύθιση |
el. | αποδέκτης; περιοχή εξαφάνισης φορτίων |
environ. chem. | παγιδευτής; συστατικό παγίδευσης |
health. | συλλέκτης |
mun.plan. | νεροχύτης; οχετός |
transp. | βυθίζομαι |
by | |
gen. | διά; μέσω; από |
loading | |
gen. | πλήρωση |
coal. | γόμωση; φόρτωση δι'εκρηκτικών υλών |
commun. | φόρτιση |
industr. construct. | επιβάρυνση; τοποθετώ μέσα στη μήτρα |
industr. construct. met. | ειδική τηκτική ικανότητα |
IT | φορτώνω |
met. | στερέωση και ευθυγράμμιση |
stat. | φόρτωση |
| |||
τομή ρίψεως | |||
αποδέκτης (A device or part of a device that receives something from another device) | |||
φυσική καταβύθιση | |||
αποδέκτης; περιοχή εξαφάνισης φορτίων | |||
καταβόθρα αερίων θερμοκηπίου | |||
παγιδευτής; συστατικό παγίδευσης | |||
συλλέκτης άνθρακα | |||
συλλέκτης | |||
νεροχύτης; οχετός | |||
καταποντίζομαι | |||
| |||
σμίλευση | |||
βυθίζομαι | |||
English thesaurus | |||
| |||
sink | |||
sunken |
sunk : 57 phrases in 18 subjects |