substitution | |
IT | καθολική ειδίκευση |
in | |
gen. | μέσα; σε |
the | |
gen. | ή |
framework | |
agric. | διάταξη νομέων σκάφους |
industr. construct. | κλώστρια για μετάξι |
mater.sc. construct. | άτρακτος; πλέγμα; σκελετός |
mech.eng. | πλαίσιο |
of | |
gen. | από |
maintenance | |
ed. | επίδομα βασικών εξόδων διαβίωσης; επιχορήγηση για εκπαίδευση ή ενημέρωση; επιχορήγηση για επαγγελματικό προσανατολισμό |
law | διατήρηση |
mech.eng. | συντήρηση μηχανής |
med. | συντήρηση; διατήρηση |
proced.law. | διατροφή; διατροφή από το νόμο |
transp. | επισκευή |
| |||
καθολική ειδίκευση | |||
αναπλήρωση f; υποκατάσταση f; αντικατάσταση f | |||
English thesaurus | |||
| |||
sub | |||
| |||
S |
substitution : 82 phrases in 25 subjects |