substitute | |
gen. | αντικαθιστώ |
chem. | υποκατάστατο |
comp., MS | υποκατάστατο |
ed. | προσωρινός αναπληρωτής του δασκάλου |
life.sc. | συστολή; σύνδεσμος |
polit. | αναπληρωτής |
List | |
comp., MS | Λίστα |
list | |
comp., MS | λίστα |
industr. construct. | παρυφή |
listing | |
agric. | αυλάκωσις κατά τας ισοϋψείς |
fin. | καθορισμός τιμής; εισαγωγή χρεωγράφου στο χρηματιστήριο; καθορισμός τιμής στο χρηματιστήριο |
industr. construct. | ούγια |
| |||
συστολή f | |||
| |||
αντικαθιστώ | |||
| |||
υποκατάστατα | |||
| |||
υποκατάστατο | |||
υποκατάστατο (An item that can take the place of another item) | |||
προσωρινός αναπληρωτής του δασκάλου | |||
σύνδεσμος | |||
αναπληρωτής | |||
English thesaurus | |||
| |||
subst | |||
sub |
substitute : 104 phrases in 27 subjects |