subsidiaries | |
account. | θυγατρικές |
commun. | εισαγωγικό μέρος; συμπλήρωμα |
subsidiary | |
account. | θυγατρική |
comp., MS | θυγατρική |
variable | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
θυγατρική f | |||
θυγατρική f (A company controlled by another company or corporation) | |||
θυγατρική εταιρεία; ελεγχόμενη εταιρεία; εξαρτημένη εταιρεία | |||
| |||
θυγατρικές | |||
εισαγωγικό μέρος; συμπλήρωμα n |
subsidiary : 121 phrases in 25 subjects |