subscriber loop | |
commun. | γραμμή κέντρου πόλεως; γραμμή συνδρομητή; συνδρομητική γραμμή; συνδρομιτική τηλεφωνική γραμμή; συνδρομιτικός βρόχος |
test | |
coal. chem. el. | δοκιμάζω |
comp., MS | δοκιμή |
forestr. | πείραμα |
med. | δοκιμάζω δοκίμασα; αναλύω ανέλυσα; εξετάζω εξέτασα; ερευνώ ερεύνησα; εξέταση; ανάλυση |
subscriber loop : 10 phrases in 2 subjects |
Communications | 9 |
Information technology | 1 |