subconjunctival | |
med. | υποεπιπεφυκοτικός; υποεπιπεφυκότειος |
Injection | |
gen. | Ενέσιμο |
injection | |
chem. | εισαγωγή δείγματος με έγχυση |
med. | ενέσιμο παρασκεύασμα; έγχυση; ένεση; ενιέμενη ουσία; ένεση των τριχοειδών; υπεραιμία των τριχοειδών |
| |||
υποεπιπεφυκοτικός; υποεπιπεφυκότειος f |
subconjunctival : 7 phrases in 2 subjects |
Animal husbandry | 1 |
Medical | 6 |