structured abbr. | |
med. | δομημένος |
structures abbr. | |
account. | κατασκευές |
transp. construct. | μεταλλικές κατασκευές |
command abbr. | |
gen. | διοίκηση; προστάζω; κυριαρχώ |
commun. | εντολή τηλεχειρισμού |
comp., MS | εντολή |
earth.sc. construct. | φορτίον υδροληψίας |
block abbr. | |
gen. | δωμάτια που έχουν κρατηθεί για ένα γκρουπ |
construct. | σειρές ομοιόμορφων σπιτιών ενωμένων μεταξύ τους; οικοδομικό τετράγωνο |
fin. lab.law. | δεσμεύω |
industr. construct. met. | μπλόκο σχηματοδότησης; κεφαλή αδαμαντοφόρου κόφτη; κόφτης με διαμάντι ή ροδέλλα; μπλόκ γυαλιού |
stat. | τμήμα |
blocks abbr. | |
gen. | ογκόλιθοι διασκορπισμού ενεργείας |
| |||
μεταλλικές κατασκευές υπόστεγα, γέφυρες και βασικά μέρη γεφυρών, υδροφρακτικές πόρτες | |||
| |||
δόμηση | |||
| |||
κατασκευές φράγματα δρόμοι κτλ | |||
| |||
δομημένος |
structured : 147 phrases in 27 subjects |