structural | |
gen. | διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός |
med. | δομικός |
Parametered | |
gen. | Παραμετρική |
parameter | |
comp., MS | παράμετρος |
environ. | παράμετροι |
fin. transp. environ. | παράμετροι |
IT | τυπική παράμετρος; εικονικό όρισμα; εικονική παράμετρος |
| |||
διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός | |||
δομικός | |||
δομιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
struc |
structural : 343 phrases in 38 subjects |