structural | |
gen. | διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός |
med. | δομικός |
Element | |
gen. | Στοιχείο |
element | |
gen. | ράβδος εκρηκτικού |
commun. | συστατικό |
comp., MS | στοιχείο |
el. | στοιχεία; στοιχείο λογικό |
lab.law. | στοιχείον παραγωγικής διαδικασίας |
mech.eng. | μηχανικό στοιχείο |
med. | στοιχείο; χημικό στοιχείο |
| |||
διαρθρωτική; διαρθρωτικό; διαρθρωτικός | |||
δομικός | |||
δομιστικός | |||
English thesaurus | |||
| |||
struc |
structural : 343 phrases in 38 subjects |