response | |
agric. chem. | ανταπόκριση |
comp., MS | απόκριση |
environ. | Απάντηση; υπσμvημα αvτικρoύσεως |
IT | αρχέγονο απόκρισης |
law | αιτήματα του υπομνήματος αντικρούσεως |
med. | απόκριση; αντενέργεια; απάντηση; αντίδραση |
stringent : 7 phrases in 2 subjects |
Medical | 3 |
Statistics | 4 |