strength | |
gen. | αντοχή |
chem. | χρωστική δύναμη |
earth.sc. | μέγιστη ροή απλής ηχητικής πηγής,; αντίσταση υλικού; ολικό φορτίο θραύσης |
food.ind. | τίτλος |
industr. construct. | αντοχή; αντίσταση |
med. | ισχύς |
met. | δραστικότητα εγκλεισμάτων αλάτων |
of | |
gen. | από |
the | |
gen. | ή |
component | |
gen. | εξάρτημα |
comp., MS | στοιχείο |
construct. | δομικό στοιχείο |
mech.eng. | μηχανικό κομμάτι; μηχανικό όργανο |
med. | συστατικό μόριο; συστατικό; συστατικό στοιχείο |
scient. el. | συνιστώσα |
transp. | στοιχείο |
| |||
χρωστική δύναμη; συγκέντρωση f | |||
μέγιστη ροή απλής ηχητικής πηγής,; αντίσταση υλικού; ολικό φορτίο θραύσης | |||
τίτλος m | |||
αντοχή f; αντίσταση f | |||
ισχύς m; δύναμη f; σφρίγος n | |||
δραστικότητα εγκλεισμάτων αλάτων | |||
περιεκτικότητα f | |||
| |||
αντοχήυλικού f | |||
English thesaurus | |||
| |||
Power than one has at one's disposal. (FRA) |
strength : 518 phrases in 31 subjects |