stochastic | |
fin. scient. | στοχαστικός δείκτης |
volatility | |
chem. | πτητικότητα |
environ. | αστάθεια; μεταβλητότητα; πτητικότητα/μεταβλητότητα/αστάθεια; πτητικότητα |
fin. | μεταβλητότητα; αστάθεια |
| |||
στοχαστικός δείκτης | |||
στοχαστικός |
stochastic : 63 phrases in 8 subjects |
Electronics | 3 |
General | 2 |
Industry | 1 |
Mathematics | 20 |
Medical | 1 |
Natural sciences | 1 |
Statistics | 34 |
Transport | 1 |