stencil duplicating | |
commun. | αναπαραγωγή με μεμβράνη |
machine | |
forestr. | μηχάνημα |
mech.eng. | ανυψωτικός μηχανισμός ανελκυστήρα; επεξεργάζομαι; κατεργάζομαι μηχανικά; μετασκευάζω |
machining | |
chem. | βιομηχανική κατεργασία |
commun. | εκτύπωση; τράβηγμα; τύπωμα |
| |||
αναπαραγωγή με μεμβράνη |
stencil duplicating : 3 phrases in 3 subjects |
General | 1 |
Industry | 1 |
Technology | 1 |