status abbr. | |
comp., MS | κατάσταση; κατάσταση |
med. | κατάσταση; θέση |
proced.law. | αστική κατάσταση; οικογενειακή κατάσταση; προσωπική και οικογενειακή κατάσταση; προσωπική κατάσταση |
variable abbr. | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
κατάσταση (The condition of a user that can be displayed to the user's contacts to communicate whether the user is currently online and available, offline and unavailable, and so on) | |||
κατάσταση; θέση | |||
αστική κατάσταση; οικογενειακή κατάσταση; προσωπική και οικογενειακή κατάσταση; προσωπική κατάσταση | |||
κοινωνική θέση; κοινωνική υπόληψη |
status : 458 phrases in 41 subjects |