statistical territory | |
stat. | στατιστικό έδαφος; περιοχή στατιστικής έρευνας |
Member State | |
gen. | Κράτος μέλος |
environ. | ΚΜ; Κράτη μέλη |
law | κράτος μέλος |
| |||
στατιστικό έδαφος; περιοχή στατιστικής έρευνας |
statistical territory : 3 phrases in 2 subjects |
Life sciences | 1 |
Statistics | 2 |