statistical abbr. | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
operator abbr. | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical : 281 phrases in 27 subjects |