statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
multiplex | |
gen. | πολλαπλών διαύλων |
comp., MS | πολυπλεξία |
el. | πολυπλεκτικός |
hobby | συγκρότημα κινηματογράφου με πολλές αίθουσες |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical : 279 phrases in 27 subjects |