statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
monitoring system | |
environ. | σύστημα παρακολούθησης; σύστημα παρακολούθησης |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical : 279 phrases in 27 subjects |