statistical | |
gen. | στατιστική; στατιστικό |
med. | στατιστικός |
Analysis | |
gen. | Ανάλυση |
analysis | |
environ. | ανάλυση |
life.sc. | ανάλυση καιρού |
market. | λεπτομερής λογιστική ανάλυση |
med. | ψυχανάλυση; ανάλυση; ψυχολογική |
pharma. environ. | δοκιμασία/ανάλυση |
| |||
στατιστική; στατιστικό | |||
στατιστικός | |||
στατιστικός τρόπος μεταφοράς | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat | |||
st |
statistical : 279 phrases in 27 subjects |