static | |
gen. | στατική |
comp., MS | στατικός |
el. | ηλεκτροστατικό φορτίο; ηλεκτροστατική φόρτιση |
med. | στατικός; ακίνητος; αμετακίνητος; στάσιμος; λιμνάζων |
statics | |
construct. | στατική των κατασκευών |
margin | |
commun. | ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας |
comp., MS | περιθώριο |
fin. | διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης; περιθώριο δημοσιονομικών χειρισμών; περιθώριο ασφαλείας |
mech.eng. | μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή |
| |||
στατική f; στατικό | |||
στατικός (In information processing, fixed or predetermined. For example, a static memory buffer remains invariant in size throughout program execution) | |||
ηλεκτροστατικό φορτίο; ηλεκτροστατική φόρτιση | |||
στατικός; ακίνητος; αμετακίνητος; στάσιμος; λιμνάζων | |||
| |||
στατική των κατασκευών | |||
στατική f | |||
English thesaurus | |||
| |||
stat. | |||
| |||
stat | |||
| |||
smart power technology for automotive and telecommunications integrated circuits |
static : 322 phrases in 31 subjects |