start | |
gen. | αρχίζω |
starting | |
agric. | ξεκίνημα οργώματος; άνοιγμα αύλακος; αρχίζει να οργώνει |
sequence | |
comp., MS | ακολουθία |
IT tech. | τάξη; σχηματίζω ακολουθία; ταξινομημένη ακολουθία |
life.sc. | αλληλουχία νουκλεοτιδίων |
med. | αλληλουχία; ακολουθία; σειρά; προσδιορίζω αλληλουχία προσδιόρισα |
sequencing | |
chem. | αλυσιδωτή διαδικασία |
| |||
αρχίζω | |||
| |||
ξεκίνημα οργώματος; άνοιγμα αύλακος; αρχίζει να οργώνει | |||
εκκίνηση |
starting : 219 phrases in 21 subjects |