stabilizing | |
agric. | σταθεροποίηση |
Float | |
gen. | Κινούμαι |
float | |
chem. | τριβίδι |
commun. | κινητό στοιχείο |
fin. | επιταγές και λοιπά αξιόγραφα στη διαδικασία της είσπραξης; πιθανή διάθεση τίτλων |
fish.farm. | σημαδούρα |
hobby agric. | φελλός |
industr. construct. met. | πλωτήρας επιφανειακής ροής |
transp. | πλωτήρας |
transp. chem. | πλωτήρας καυσίμου |
| |||
σταθεροποιητικός; ζυγοσταθμιτικός m | |||
| |||
σταθεροποίηση |
stabilizing : 54 phrases in 16 subjects |