stability abbr. | |
chem. | χημική σταθερότητα |
industr. construct. | αντίσταση στη φθορά |
life.sc. | σταθερότης |
margin abbr. | |
commun. | ανοχή λειτουργίας; περιθώριο λειτουργίας |
comp., MS | περιθώριο |
fin. | διαφορά μεταξύ τιμής αγοράς και τιμής πώλησης; περιθώριο δημοσιονομικών χειρισμών; περιθώριο ασφαλείας |
mech.eng. | μεταβατική περιοχή ελεύθερης επιφάνειας; μεταβατική περιοχή |
System abbr. | |
comp., MS | Σύστημα |
system abbr. | |
gen. | πλήρες ηλεκτρικό σύστημα ελέγχου; πλήρες υδραυλικό σύστημα ελέγχου |
comp., MS | σύστημα |
earth.sc. mech.eng. | θερμοδυναμικό σύστημα |
el. | ηλεκτρικό δίκτυο |
industr. | δίκτυο; σύμπλεγμα |
IT | δημιουργία συστήματος |
State abbr. | |
econ. | κράτος |
law environ. | πολιτεία |
state abbr. | |
gen. | δηλώνω |
comp., MS | κατάσταση |
environ. | πολιτεία; πολιτεία |
IT el. | στιγμιαία κατάσταση βάσης δεδομένων |
variable abbr. | |
gen. | ευμετάβολη; ευμετάβολο; ευμετάβολος |
comp., MS | μεταβλητή |
IT el. | μεταβλητή |
| |||
χημική σταθερότητα | |||
αντίσταση στη φθορά | |||
σταθερότης m | |||
ευστάθεια m; σταθερότητα f | |||
English thesaurus | |||
| |||
stab. | |||
| |||
It is paramount that a vessel is stable in all respects at all times (When cargo is loaded/discharged, the stability is monitored by a computer, which takes into account the weight and position of cargo within the vessel) |
stability : 327 phrases in 33 subjects |