squelch | |
commun. | φιμωτής; κύκλωμα φίμωσης; συσκευή φίμωσης |
Threshold | |
comp., MS | Κατώφλι |
threshold | |
comp., MS | όριο |
el. | Κατώφλι; ελάχιστο ευδιάκριτο σήμα; οριακό σήμα |
fin. | ατέλεια |
fin. IT | κατώφλιο |
med. | ουδός |
| |||
φιμωτής; κύκλωμα φίμωσης; συσκευή φίμωσης | |||
φίμωση; λήψη με ακουστικό κατώφλι; σιγασμός |
squelch : 9 phrases in 2 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 5 |