squelch | |
commun. | φιμωτής; κύκλωμα φίμωσης; συσκευή φίμωσης |
control | |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου |
econ. | δεσμός ελέγχου; δεσμός κυριαρχίας |
el. | χειρισμός |
life.sc. tech. | ποταμία τομή παρατηρήσεων |
mater.sc. | οδηγώ |
math. | έλεγχος |
tech. construct. | διατομή; τμήμα ελέγχου |
transp. | όργανο χειρισμού |
| |||
φιμωτής; κύκλωμα φίμωσης; συσκευή φίμωσης | |||
φίμωση; λήψη με ακουστικό κατώφλι; σιγασμός |
squelch : 9 phrases in 2 subjects |
Communications | 4 |
Electronics | 5 |