spreading | |
construct. | διάστρωση |
industr. construct. | άπλωμα; επίχριση |
med. | εξάπλωση; διάδοση; επέκταση |
met. | επίστρωση |
nat.sc. agric. | οριζόντιος |
spreads | |
earth.sc. agric. | ανακατεργασμένα τυριά για επάλειψη |
code | |
gen. | κρυπτογράφημα; κρυπτογραφώ |
commun. | κωδικός δρομολόγησης; χαρακτηριστικός αριθμός |
IT dat.proc. | κώδικας |
IT tech. | προγραμματίζω; κωδικοποιημένη παράσταση |
med. | κώδικας; κωδικεύω κωδίκευσα; κωδικοποιώ |
| |||
εξάπλωση f; διάδοση f; επέκταση f | |||
| |||
διάστρωση | |||
άπλωμα; επίχριση | |||
επίστρωση | |||
οριζόντιος | |||
| |||
ανακατεργασμένα τυριά για επάλειψη | |||
περιθώρια |
spreading : 116 phrases in 22 subjects |