splitting | |
agric. | σχίζω |
comp., MS | διαχωρισμός |
fin. | μερισμός μετοχής; "σπάσιμο"; μερισμός |
industr. construct. | σχίσιμο κατά μήκος; αναδίπλωση φύλλου |
IT | διάσπαση |
met. | σχίσιμο |
class | |
gen. | θέση |
commun. | κατηγορία |
comp., MS | τάξη; κλάση |
fin. | κλάση οψιόν |
IT dat.proc. | κατηγορία χαρακτήρων |
life.sc. | κλάση; ομοταξία |
med. | κλάση; τάξη |
| |||
σχίζω | |||
διαχωρισμός (The process of separating the copy of the file inside Briefcase from the copy outside Briefcase) | |||
μερισμός μετοχής; "σπάσιμο"; μερισμός | |||
διάσχιση | |||
σχίσιμο κατά μήκος; αναδίπλωση φύλλου; διαίρεση | |||
διάσπαση | |||
σχίσιμο | |||
διαχωρισμός | |||
αφαίρεση επικάλυψης; ξήλωμα ελάσματος; έκρηξη; διάρρηξη; σκάσιμο | |||
| |||
ρήγμα; διαχωρίζω | |||
διαιρώ (To divide an audio or video clip into two clips) | |||
| |||
σπλιτ | |||
| |||
διάσπαση - διαχωρισμός κυττάρων εμβρύου | |||
| |||
εμφανίζω ρωγμές | |||
English thesaurus | |||
| |||
leave (It is time to split and go see the movie) | |||
| |||
split control signal distribution block |
splitting : 80 phrases in 22 subjects |