splitting machine | |
industr. construct. | μηχανή σχισίματος; μηχανή σχίσης |
operator | |
commer. | επιχείρηση |
commer. fin. | επιχειρηματίας |
commun. | τηλεφωνήτρια; τηλεφωνητής; χειρίστρια |
fin. | χρηματιστής; δικαιούχοι και φορείς |
IT tech. | τελεστής |
med. | χειριστής |
transp. avia. | αερομεταφορέας |
| |||
μηχανή σχισίματος; μηχανή σχίσης | |||
Διαχωριστική μηχανή; οριζόντια πριονοκορδέλλα |
splitting machine : 7 phrases in 4 subjects |
Agriculture | 1 |
Industry | 4 |
Labor law | 1 |
Mechanic engineering | 1 |