split pin | |
mech.eng. | καβίλι; κοπίλια; πριτσίνι; σκιστή σφήνα; κοπίλια με σχισμή |
ring | |
comp., MS | κουδούνισμα |
el. | δακτυλιοειδής αγωγός |
fin. | κάγκελο; κύκλος συναλλαγών σε χρηματιστήριο |
forestr. | αποκόλληση αυξητικών δακτυλίων; ραγάδες τοξοειδείς ή περιφερειακές |
industr. construct. met. | επιλαίμιο |
transp. | ασφαλιστικό στεφάνι |
transp. mech.eng. | κορώνα; οδοντοτροχός |
| |||
καβίλι n; κοπίλια n; πριτσίνι n; σκιστή σφήνα; κοπίλια με σχισμή | |||
| |||
ασφαλιστική περόνη |
split-pin : 7 phrases in 3 subjects |
Materials science | 2 |
Mechanic engineering | 3 |
Transport | 2 |