|
[spaɪk] n | |
|
commun. |
αθροιστική υπερύψωση παλμού; υπέρρευμα; υπέρταση; λεπτός παλμός; υπερρεύμα |
el. |
αιχμή |
industr., construct. |
κν.παπούτσι με καρφιά; υπόδημα με μύτες; ήλος m; καρφί |
industr., construct., met. |
εξόγκωμα πυθμένα |
mater.sc. |
βελόνα ύφανσης; υφαντική βελόνα |
mech.eng., construct. |
βελόνη σιδηροτροχιάς |
med. |
ακίδα f; κορυφή; μέγιστη τιμή |
met. |
ζώνη διαταραχής |
nucl.pow. |
στοιχείο πυρηνικού καυσίμου αυξημένου εμπλουτισμού |
phys.sc., nucl.pow. |
περιοχή διαταραχήςβλάβη από ακτινοβολία |
social.sc. |
γκανάκι |
transp., avia. |
κεντρικό σώμα; κώνος εισόδου |
transp., industr., construct. |
τακούνι πρόσφυσης |
|
|
forestr. |
καρφίά |
|
|
chem. |
εμβολιασμός |
met. |
μπλοκάρισμα αντιδράσεων οξείδωσης |
|
|
IT, el. |
κορυφές τάσης |
|
English thesaurus |
|
|
abbr. |
Specially Prepared Individuals For Key Events; Spike's Personality Is Kinda Evil |
abbr., ed., scient. |
Student's Personal Integrated Knowledge Environment |
abbr., file.ext. |
Science Planning Intelligent Knowledge-Based Environment (STScI) |