spheric | |
med. | σφαιρικός; σφαιροειδής |
sensor | |
gen. | ανιχνευτήρας; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως; συλλέκτης |
chem. | κυψελίδα μετρήσεως |
environ. | αισθητήριο; ανιχνευτής; αισθητήριο |
mech.eng. | αισθητήριο |
med. | αισθητήρας |
| |||
σφαιρικός; σφαιροειδής |
spheric : 1 phrase in 1 subject |
Electronics | 1 |