specification | |
gen. | προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός |
econ. account. | ειδικότητα; ειδικότητα των πιστώσεων |
med. | προδιαγραφή |
specifications | |
gen. | συγγραφή υποχρεώσεων |
error | |
comp., MS | σφάλμα |
IT | σφάλμα |
IT met. | ανθρώπινο λάθος; ανθρώπινο σφάλμα |
law | λάθος; πλάνη' σφάλμα |
law econ. | τυπικό σφάλμα |
math. | λάθος ή σφάλμα |
α-error | |
math. | σφάλμα απόρριψης; σφάλμα άλφα; σφάλμα α |
| |||
προσδιορισμός προδιαγραφών; καθορισμός m | |||
ειδικότητα f; ειδικότητα των πιστώσεων | |||
προδιαγραφή f | |||
| |||
συγγραφή υποχρεώσεων | |||
κύρια τεχνικά χαρακτηριστικά | |||
English thesaurus | |||
| |||
spec. | |||
specif. | |||
| |||
spec |
specification : 180 phrases in 26 subjects |