specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
range | |
gen. | κυμαίνομαι |
commun. industr. construct. | απόσταση |
comp., MS | περιοχή; εύρος |
industr. construct. | λωρίδα από κρουπόν; ταινία από κρουπόν |
stat. | εύρος |
tech. | ζώνη |
transp. | βάση απογείωσης |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο n | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific : 706 phrases in 55 subjects |