specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
markup | |
commer. fin. | περιθώριο κέρδους; εμπορικό περιθώριο |
commun. | σήμανση' σημάδεμα |
comp., MS | σήμανση |
IT | σημάδεμα; σήμανση |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο n | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific : 706 phrases in 55 subjects |