specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
indicator | |
gen. | δείκτης; όργανο ένδειξης |
el. | φλας; φωτεινός δείκτης πορείας |
environ. | δείκτης |
mech.eng. | ενδεικτικό |
met. | εντοπιστής πυρήνα |
transp. el. | δείκτης οπτικός; οπτικό σήμα |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific : 706 phrases in 55 subjects |