specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
Document | |
gen. | Τεκμηριώνω |
Documents | |
comp., MS | Έγγραφα |
document | |
commun. | ντοκουμέντο' τεκμήριο' έγγραφο |
comp., MS | έγγραφο |
econ. | τεκμήριο |
environ. | τίτλος; τίτλος |
IT dat.proc. | έγγραφο; δομημένη περίπτωση εγγράφου |
law | δικόγραφο |
instance | |
comp., MS | κλώνος; παρουσία |
IT dat.proc. | περίπτωση |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο n | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific : 706 phrases in 55 subjects |