specific | |
gen. | συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο |
condition | |
industr. construct. | υγρασία; υγραίνω |
conditioning | |
gen. | εξάρτηση; προπαρασκευή,προετοιμασία |
agric. | φινίρισμα; ρύθμιση υγρασίας |
agric. industr. | συσκευασία |
commer. industr. | συντήρηση |
industr. construct. chem. | κλιματισμός; ύγρανση |
of | |
gen. | από |
implementation | |
gen. | απολογισμός εφαρμογής |
commun. IT energ.ind. | μεταφορά σε εθνικό επίπεδο; μεταφορά σε εθνικό επίπεδο ενός ευρωπαϊκού προτύπου |
environ. | Εφαρμογή |
IT | υλοποίηση; υλοποίηση ενός συστήματος |
| |||
συγκεκριμένος; συγκεκριμένη; συγκεκριμένο | |||
ειδικός m | |||
English thesaurus | |||
| |||
volume |
specific : 706 phrases in 55 subjects |