spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
systematic sample | |
stat. | συστηματικό δείγμα; διαμορφωμένη δειγματοληψία |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial : 110 phrases in 25 subjects |