spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
stream | |
gen. | ροή/παροχή υγρού |
agric. construct. | ρεύμα αρδευτικού ύδατος; νάμα αρδευτικού ύδατος |
comp., MS | ροή |
forestr. | ποτάμι; ρέμα |
life.sc. | υδατόρρευμα,ποταμός,ρεύμα,ροή,υδατίνη δέσμη |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial : 110 phrases in 25 subjects |