spatial | |
gen. | του χώρου |
comp., MS | χωρικός |
separation | |
gen. | απόθεση; διαχωρισμός του συγχρονισμού |
coal. chem. | καθαρισμός |
earth.sc. | αποκόλληση |
environ. | διαχωρισμός; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση; διαλογή |
law | χωρισμός |
law sec.sys. lab.law. | αποχώρηση |
| |||
του χώρου | |||
χωρικός (Pertaining to the relative position of things in an area) | |||
χωρικός; διαστημικός |
spatial : 110 phrases in 25 subjects |